πλουτοποιΐα

πλουτοποιΐα
ἡ, Μ [πλουτοποιός]
1. το να προσφέρει, να παρέχει κανείς πλούτο
2. το να πλουτίζει κανείς κάποιον, να τόν κάνει πλούσιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”